λιγύς

λιγύς
-εία, -ύ (Α λιγύς, λίγεια, λιγύ)
αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά, λιγυρός, διαπεραστικός ή μελωδικός («λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. καλλίφωνος, γλυκόφωνος («ἄγετε δή, ὦ Μοῡσαι,... λίγειαι», Πλάτ.)
2. (για ήχο) λυπηρός, θρηνώδης («πάθεα... λιγέα», Αισχύλ.)
3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) λιγύ και λιγέα
δυνατά, διαπεραστικά.
επίρρ...
λιγέως (Α)
με καθαρή και δυνατή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λ. άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με παλαιότερη άποψη, η λ. λιγύς < *λυγύς, με ανομοιωτική τροπή τού -υ- σε -ι-. Το θηλ. λίγεια, με αναβιβασμό τού τόνου.
ΠΑΡ. λιγυρός
αρχ.
λίγυρος
μσν.
λιγύτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λιγυάοιδος, λιγυηχής, λιγύθρους, λιγυκλαγγής, λιγύκροτος, λιγυμακρόφωνος, λιγύμολπος, λιγύμυθος, λιγύπνοιος, λιγυπτερόφωνος, λιγυπτέρυγος, λιγύφθογγος, λιγύφωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιγύς — clear masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λίγυς — ο, η (Α Λίγυς, υος, ὁ, ἡ, αρσ. και Λίγυρος και Λίγειρ, θηλ. και Λιγυστιάς, άδος και Λιγυστίς, ίδος) 1. ο κάτοικος τής Λιγυρίας 2. στον πληθ. οι Λίγυρες ή Λίγυες αρχαίος λαός που ήταν εγκατεστημένος στη μεσογειακή ακτή κοντά στις σημερινές πόλεις… …   Dictionary of Greek

  • Λίγυς — Λίγῡς , Λίγυς bastard lovage fem acc pl Λίγυς bastard lovage fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιγυστικά — Λίγυς bastard lovage neut nom/voc/acc pl Λιγυστικά̱ , Λίγυς bastard lovage fem nom/voc/acc dual Λιγυστικά̱ , Λίγυς bastard lovage fem nom/voc sg (doric aeolic) Λιγυστικός bastard lovage neut nom/voc/acc pl Λιγυστικά̱ , Λιγυστικός bastard lovage… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιγυστικῶν — Λίγυς bastard lovage fem gen pl Λίγυς bastard lovage masc/neut gen pl Λιγυστικός bastard lovage fem gen pl Λιγυστικός bastard lovage masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιγυστικόν — Λίγυς bastard lovage masc acc sg Λίγυς bastard lovage neut nom/voc/acc sg Λιγυστικός bastard lovage masc acc sg Λιγυστικός bastard lovage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγέων — λιγύς clear masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) λιγέω̆ν , λιγύς clear masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγύ — λιγύς clear masc voc sg λιγύς clear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγεῖα — λιγύς clear fem nom/voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγεῖαι — λιγύς clear fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”